διέγερσις

διέγερσις
διέγερσις
arousing
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διεγέρσει — διέγερσις arousing fem nom/voc/acc dual (attic epic) διεγέρσεϊ , διέγερσις arousing fem dat sg (epic) διέγερσις arousing fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγέρσεις — διέγερσις arousing fem nom/voc pl (attic epic) διέγερσις arousing fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέγερσιν — διέγερσις arousing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… …   Dictionary of Greek

  • διεγέρσεως — διεγέρσεω̆ς , διέγερσις arousing fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”